Αλαμάνοι, άγιοι — Ομάδα κληρικών και λαϊκών που ασκήτεψαν στην Κύπρο και ανακηρύχτηκαν άγιοι από την Εκκλησία στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αι. Ήταν περίπου 300, αλλά γνωρίζουμε μόνο τα ονόματα των 67.Οι πληροφορίες για την εθνικότητα και τον χρόνο κατά… … Dictionary of Greek
Αλαμανοί — (Alamanni). Ομάδα αρχαίων γερμανικών φύλων που εμφανίστηκαν κατά τον 3ο αι. μ.Χ. στην περιοχή του Άνω Ρήνου και του Κάτω Δούναβη, κοντά στα σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο πρώτος αυτοκράτορας που τους πολέμησε ήταν ο Καρακάλλας (213),… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
АЛЕМАННЫ — • Alemanni, Άλαμανοί, союз народов, живших между Дунаем, Майном и верхним Рейном, ставший известным только в 3 в. К нему вместе с узипетами, тенктерами и др. принадлежали и свебы. Может быть, это были остатки великой армии Ариовиста.… … Реальный словарь классических древностей
Λαυρέντιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου (249−251) πάνω σε πυρωμένη σχάρα, μαζί με τον Ιππόλυτο. Ο Λ. ήταν αρχιδιάκονος του τότε πάπα της Ρώμης. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Αυγούστου. 2. Μάρτυς. Δεν … Dictionary of Greek
Λίχτενσταϊν — Ανεξάρτητο κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α και Β με την Αυστρία και στα Δ και Ν με την Ελβετία.Yποχρεωτικό πέρασμα ανάμεσα στην Aυστρία και στην Eλβετία κατά τους προηγούμενους αιώνες, το Λ. οφείλει την ονομασία του στη φεουδαρχική… … Dictionary of Greek
Λορένη — I (γαλλ. Lorraine, γερμ. Lothringen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική περιφέρεια (23.547 τ. χλμ., 2.310.376 κάτ. το 2000) της Γαλλίας, στο ανατολικό τμήμα της χώρας· η περιφέρεια περιλαμβάνει τους νομούς Μεζ (Μόσα), Μερτ ε Μοζέλ,… … Dictionary of Greek
Μάρτυρες και όσιοι, Τριακόσιοι οι εν Κύπρω — Βλ. λ. Αλαμανοί, άγιοι … Dictionary of Greek
Πήγων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους μάρτυρες, που είναι γνωστοί ως μάρτυρες και όσιοι τριακόσιοι οι εν Κύπρω ή ως Αλαμάνοι. Πρόκειται για λαϊκούς και μοναχούς, οι οποίοι βρέθηκαν από διάφορα μέρη ως προσκυνητές στην… … Dictionary of Greek